λοιδορησμός

λοιδορησμός
λοιδορ-ησμός, ,
A = λοιδορία, Ar.Ra.758.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λοιδορησμός — λοιδορησμός, ὁ (Α) λοιδορία («ἐκ διαβολᾱς λοιδορησμός», Επίχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθού *λοιδορισμός < λοιδορῶ, κατά τα παρ. τών ρ. σε ίζω (βλ. και λοιδοριστής)] …   Dictionary of Greek

  • λοιδορησμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδορησμῶν — λοιδορησμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδορησμῷ — λοιδορησμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδορώ — (Α λοιδορῶ, έω) υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῡ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ) αρχ. 1. επιπλήττω, επιτιμώ 2. μέσ. λοιδοροῡμαι, έομαι α) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.) β) (ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”